Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασβέννυμι
ἐγκατασήπομαι
ἐγκατασκευάζω
ἐγκατάσκευος
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατάσκηψις
ἐγκατασκιρόομαι
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστηρίζω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκαταστρέφω
ἐγκατασφάττω
ἐγκατασχάζω
ἐγκαταταράσσω
ἐγκατατάσσω
ἐγκατατέμνω
ἐγκατατίθημι
View word page
ἐγκατασκιρόομαι
to be engrained

ShortDef

to be engrained

Debugging

Headword:
ἐγκατασκιρόομαι
Headword (normalized):
ἐγκατασκιρόομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκατασκιροομαι
IDX:
25691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25692
Key:

Data

{'content': 'to be engrained'}