Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασβέννυμι
ἐγκατασήπομαι
ἐγκατασκευάζω
ἐγκατάσκευος
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατάσκηψις
ἐγκατασκιρόομαι
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστηρίζω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκαταστρέφω
ἐγκατασφάττω
ἐγκατασχάζω
ἐγκαταταράσσω
ἐγκατατάσσω
ἐγκατατέμνω
View word page
ἐγκατάσκηψις
sudden attack
ShortDef
sudden attack
Debugging
Headword:
ἐγκατάσκηψις
Headword (normalized):
ἐγκατάσκηψις
Headword (normalized/stripped):
εγκατασκηψις
IDX:
25690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25691
Key:
Data
{'content': 'sudden attack'}