Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασβέννυμι
ἐγκατασήπομαι
ἐγκατασκευάζω
ἐγκατάσκευος
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατάσκηψις
ἐγκατασκιρόομαι
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστηρίζω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκαταστρέφω
ἐγκατασφάττω
ἐγκατασχάζω
ἐγκαταταράσσω
View word page
ἐγκατάσκευος
elaborate, ornate

ShortDef

elaborate, ornate

Debugging

Headword:
ἐγκατάσκευος
Headword (normalized):
ἐγκατάσκευος
Headword (normalized/stripped):
εγκατασκευος
IDX:
25688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25689
Key:

Data

{'content': 'elaborate, ornate'}