Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασβέννυμι
ἐγκατασήπομαι
ἐγκατασκευάζω
ἐγκατάσκευος
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατάσκηψις
ἐγκατασκιρόομαι
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστηρίζω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκαταστρέφω
ἐγκατασφάττω
ἐγκατασχάζω
View word page
ἐγκατασκευάζω
prepare in

ShortDef

prepare in

Debugging

Headword:
ἐγκατασκευάζω
Headword (normalized):
ἐγκατασκευάζω
Headword (normalized/stripped):
εγκατασκευαζω
IDX:
25687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25688
Key:

Data

{'content': 'prepare in'}