Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασβέννυμι
ἐγκατασήπομαι
ἐγκατασκευάζω
ἐγκατάσκευος
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατάσκηψις
ἐγκατασκιρόομαι
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστηρίζω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκαταστρέφω
ἐγκατασφάττω
View word page
ἐγκατασήπομαι
grow rotten
ShortDef
grow rotten
Debugging
Headword:
ἐγκατασήπομαι
Headword (normalized):
ἐγκατασήπομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκατασηπομαι
IDX:
25686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25687
Key:
Data
{'content': 'grow rotten'}