Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασβέννυμι
ἐγκατασήπομαι
ἐγκατασκευάζω
ἐγκατάσκευος
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατάσκηψις
ἐγκατασκιρόομαι
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστηρίζω
ἐγκαταστοιχειόομαι
ἐγκαταστρέφω
View word page
ἐγκατασβέννυμι
quench in

ShortDef

quench in

Debugging

Headword:
ἐγκατασβέννυμι
Headword (normalized):
ἐγκατασβέννυμι
Headword (normalized/stripped):
εγκατασβεννυμι
IDX:
25685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25686
Key:

Data

{'content': 'quench in'}