Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασβέννυμι
ἐγκατασήπομαι
ἐγκατασκευάζω
ἐγκατάσκευος
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατάσκηψις
ἐγκατασκιρόομαι
ἐγκατασπείρω
ἐγκαταστηρίζω
View word page
ἐγκαταριθμέω
count, number, reckon in

ShortDef

count, number, reckon in

Debugging

Headword:
ἐγκαταριθμέω
Headword (normalized):
ἐγκαταριθμέω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταριθμεω
IDX:
25683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25684
Key:

Data

{'content': 'count, number, reckon in'}