Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασβέννυμι
ἐγκατασήπομαι
ἐγκατασκευάζω
ἐγκατάσκευος
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατάσκηψις
ἐγκατασκιρόομαι
ἐγκατασπείρω
View word page
ἐγκατάποσις
swallowing up
ShortDef
swallowing up
Debugging
Headword:
ἐγκατάποσις
Headword (normalized):
ἐγκατάποσις
Headword (normalized/stripped):
εγκαταποσις
IDX:
25682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25683
Key:
Data
{'content': 'swallowing up'}