Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασβέννυμι
ἐγκατασήπομαι
ἐγκατασκευάζω
ἐγκατάσκευος
ἐγκατασκήπτω
ἐγκατάσκηψις
View word page
ἐγκαταπλέκω
to interweave, entwine

ShortDef

to interweave, entwine

Debugging

Headword:
ἐγκαταπλέκω
Headword (normalized):
ἐγκαταπλέκω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταπλεκω
IDX:
25680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25681
Key:

Data

{'content': 'to interweave, entwine'}