Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασβέννυμι
ἐγκατασήπομαι
ἐγκατασκευάζω
ἐγκατάσκευος
ἐγκατασκήπτω
View word page
ἐγκαταπίπτω
to fall in

ShortDef

to fall in

Debugging

Headword:
ἐγκαταπίπτω
Headword (normalized):
ἐγκαταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταπιπτω
IDX:
25679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25680
Key:

Data

{'content': 'to fall in'}