Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκανθεών
ἀκανθήεις
ἀκανθηρός
ἀκανθίας
ἀκανθικός
ἀκάνθινος
ἀκάνθιον
ἀκανθίς
ἀκανθίων
ἀκανθοβάτης
ἀκανθοβόλος
ἀκανθολάβος
ἀκανθολόγος
ἀκανθόνωτος
ἀκανθόομαι
ἀκανθοπλήξ
ἀκανθοστεφής
ἀκανθοφάγος
ἀκανθοφορέω
ἀκανθοφόρος
ἀκανθοφυέω
View word page
ἀκανθοβόλος
prickly
ShortDef
prickly
Debugging
Headword:
ἀκανθοβόλος
Headword (normalized):
ἀκανθοβόλος
Headword (normalized/stripped):
ακανθοβολος
IDX:
2567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2568
Key:
Data
{'content': 'prickly'}