Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
ἐγκαταρράπτω
ἐγκατασβέννυμι
ἐγκατασήπομαι
ἐγκατασκευάζω
View word page
ἐγκαταπίμπρημι
burn in

ShortDef

burn in

Debugging

Headword:
ἐγκαταπίμπρημι
Headword (normalized):
ἐγκαταπίμπρημι
Headword (normalized/stripped):
εγκαταπιμπρημι
IDX:
25677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25678
Key:

Data

{'content': 'burn in'}