Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
ἐγκαταρράπτω
View word page
ἐγκατάξηρος
dry
ShortDef
dry
Debugging
Headword:
ἐγκατάξηρος
Headword (normalized):
ἐγκατάξηρος
Headword (normalized/stripped):
εγκαταξηρος
IDX:
25674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25675
Key:
Data
{'content': 'dry'}