Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
ἐγκαταπνίγω
ἐγκατάποσις
ἐγκαταριθμέω
View word page
ἐγκατανωτίζομαι
to be backed
ShortDef
to be backed
Debugging
Headword:
ἐγκατανωτίζομαι
Headword (normalized):
ἐγκατανωτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκατανωτιζομαι
Intro Text:
to be backed
IDX:
25673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25674
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "to be backed" }