Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
ἐγκαταπλέκω
View word page
ἐγκατανέμω
bestow upon

ShortDef

bestow upon

Debugging

Headword:
ἐγκατανέμω
Headword (normalized):
ἐγκατανέμω
Headword (normalized/stripped):
εγκατανεμω
IDX:
25670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25671
Key:

Data

{'content': 'bestow upon'}