Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
ἐγκαταπίπτω
View word page
ἐγκαταναίω
make to dwell in

ShortDef

make to dwell in

Debugging

Headword:
ἐγκαταναίω
Headword (normalized):
ἐγκαταναίω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταναιω
IDX:
25669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25670
Key:

Data

{'content': 'make to dwell in'}