Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
ἐγκαταπίνομαι
View word page
ἐγκατάμιξις
intermingling, infusion

ShortDef

intermingling, infusion

Debugging

Headword:
ἐγκατάμιξις
Headword (normalized):
ἐγκατάμιξις
Headword (normalized/stripped):
εγκαταμιξις
IDX:
25668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25669
Key:

Data

{'content': 'intermingling, infusion'}