Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκαταπίμπρημι
View word page
ἐγκαταμένω
remain in

ShortDef

remain in

Debugging

Headword:
ἐγκαταμένω
Headword (normalized):
ἐγκαταμένω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταμενω
IDX:
25667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25668
Key:

Data

{'content': 'remain in'}