Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
ἐγκαταπήγνυμι
View word page
ἐγκαταμεμιγμένως
in a mixed manner

ShortDef

in a mixed manner

Debugging

Headword:
ἐγκαταμεμιγμένως
Headword (normalized):
ἐγκαταμεμιγμένως
Headword (normalized/stripped):
εγκαταμεμιγμενως
IDX:
25666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25667
Key:

Data

{'content': 'in a mixed manner'}