Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
ἐγκατάξηρος
ἐγκαταπαίζω
View word page
ἐγκαταμείγνυμι
mix with

ShortDef

mix with

Debugging

Headword:
ἐγκαταμείγνυμι
Headword (normalized):
ἐγκαταμείγνυμι
Headword (normalized/stripped):
εγκαταμειγνυμι
IDX:
25665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25666
Key:

Data

{'content': 'mix with'}