Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
ἐγκατανωτίζομαι
View word page
ἐγκαταλογίζομαι
to reckon in
ShortDef
to reckon in
Debugging
Headword:
ἐγκαταλογίζομαι
Headword (normalized):
ἐγκαταλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκαταλογιζομαι
Intro Text:
to reckon in
IDX:
25663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25664
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "to reckon in" }