Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
ἐγκάταντλμσις
View word page
ἐγκατάληψις
a being caught in

ShortDef

a being caught in

Debugging

Headword:
ἐγκατάληψις
Headword (normalized):
ἐγκατάληψις
Headword (normalized/stripped):
εγκαταληψις
IDX:
25662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25663
Key:

Data

{'content': 'a being caught in'}