Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
ἐγκαταναίω
ἐγκατανέμω
ἐγκαταντλέω
View word page
ἐγκαταληπτικός
inclusive

ShortDef

inclusive

Debugging

Headword:
ἐγκαταληπτικός
Headword (normalized):
ἐγκαταληπτικός
Headword (normalized/stripped):
εγκαταληπτικος
IDX:
25661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25662
Key:

Data

{'content': 'inclusive'}