Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλώθω
ἐγκατακνακομιγής
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
ἐγκατάμιξις
View word page
ἐγκαταλείφω
mix in an ointment

ShortDef

mix in an ointment

Debugging

Headword:
ἐγκαταλείφω
Headword (normalized):
ἐγκαταλείφω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταλειφω
IDX:
25658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25659
Key:

Data

{'content': 'mix in an ointment'}