Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκατακλείω
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλώθω
ἐγκατακνακομιγής
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
ἐγκαταμεμιγμένως
ἐγκαταμένω
View word page
ἐγκαταλείπω
to leave behind

ShortDef

to leave behind

Debugging

Headword:
ἐγκαταλείπω
Headword (normalized):
ἐγκαταλείπω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταλειπω
IDX:
25657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25658
Key:

Data

{'content': 'to leave behind'}