Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκατάκλεισις
ἐγκατάκλειστος
ἐγκατακλείω
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλώθω
ἐγκατακνακομιγής
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
ἐγκαταμείγνυμι
View word page
ἐγκαταλέγω
to build in

ShortDef

to build in

Debugging

Headword:
ἐγκαταλέγω
Headword (normalized):
ἐγκαταλέγω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταλεγω
IDX:
25655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25656
Key:

Data

{'content': 'to build in'}