Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκατακενόω
ἐγκατάκλεισις
ἐγκατάκλειστος
ἐγκατακλείω
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλώθω
ἐγκατακνακομιγής
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
ἐγκαταλοχίζω
View word page
ἐγκαταλαμβάνω
to catch in
ShortDef
to catch in
Debugging
Headword:
ἐγκαταλαμβάνω
Headword (normalized):
ἐγκαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταλαμβανω
IDX:
25654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25655
Key:
Data
{'content': 'to catch in'}