Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακενόω
ἐγκατάκλεισις
ἐγκατάκλειστος
ἐγκατακλείω
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλώθω
ἐγκατακνακομιγής
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
ἐγκαταλογίζομαι
View word page
ἐγκατακρύπτω
hide in
ShortDef
hide in
Debugging
Headword:
ἐγκατακρύπτω
Headword (normalized):
ἐγκατακρύπτω
Headword (normalized/stripped):
εγκατακρυπτω
IDX:
25653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25654
Key:
Data
{'content': 'hide in'}