Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακενόω
ἐγκατάκλεισις
ἐγκατάκλειστος
ἐγκατακλείω
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλώθω
ἐγκατακνακομιγής
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
ἐγκατάληψις
View word page
ἐγκατακρούω
to hammer in
ShortDef
to hammer in
Debugging
Headword:
ἐγκατακρούω
Headword (normalized):
ἐγκατακρούω
Headword (normalized/stripped):
εγκατακρουω
IDX:
25652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25653
Key:
Data
{'content': 'to hammer in'}