Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταθνῄσκω
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακενόω
ἐγκατάκλεισις
ἐγκατάκλειστος
ἐγκατακλείω
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλώθω
ἐγκατακνακομιγής
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
ἐγκαταληπτικός
View word page
ἐγκατακοιμάομαι
to lie down to sleep in

ShortDef

to lie down to sleep in

Debugging

Headword:
ἐγκατακοιμάομαι
Headword (normalized):
ἐγκατακοιμάομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκατακοιμαομαι
IDX:
25651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25652
Key:

Data

{'content': 'to lie down to sleep in'}