Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκαταθνῄσκω
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακενόω
ἐγκατάκλεισις
ἐγκατάκλειστος
ἐγκατακλείω
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλώθω
ἐγκατακνακομιγής
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
ἐγκατάλειψις
ἐγκαταλεκτέος
View word page
ἐγκατακνακομιγής
compounded of ἔγκατα and κνάκων
ShortDef
compounded of ἔγκατα and κνάκων
Debugging
Headword:
ἐγκατακνακομιγής
Headword (normalized):
ἐγκατακνακομιγής
Headword (normalized/stripped):
εγκατακνακομιγης
IDX:
25650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25651
Key:
Data
{'content': 'compounded of ἔγκατα and κνάκων'}