Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκαταθνῄσκω
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακενόω
ἐγκατάκλεισις
ἐγκατάκλειστος
ἐγκατακλείω
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλώθω
ἐγκατακνακομιγής
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
ἐγκαταλαμβάνω
ἐγκαταλέγω
ἐγκατάλειμμα
ἐγκαταλείπω
ἐγκαταλείφω
View word page
ἐγκατακλίνω
to put to bed in

ShortDef

to put to bed in

Debugging

Headword:
ἐγκατακλίνω
Headword (normalized):
ἐγκατακλίνω
Headword (normalized/stripped):
εγκατακλινω
IDX:
25648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25649
Key:

Data

{'content': 'to put to bed in'}