Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκατάγομαι
ἐγκαταγράφω
ἐγκαταδαμάζω
ἐγκαταδαρθάνω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκαταθνῄσκω
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακενόω
ἐγκατάκλεισις
ἐγκατάκλειστος
ἐγκατακλείω
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλώθω
ἐγκατακνακομιγής
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
ἐγκατακρύπτω
View word page
ἐγκατάκειμαι
to lie in
ShortDef
to lie in
Debugging
Headword:
ἐγκατάκειμαι
Headword (normalized):
ἐγκατάκειμαι
Headword (normalized/stripped):
εγκατακειμαι
IDX:
25643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25644
Key:
Data
{'content': 'to lie in'}