Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαταβυσσόομαι
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκατάγομαι
ἐγκαταγράφω
ἐγκαταδαμάζω
ἐγκαταδαρθάνω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκαταθνῄσκω
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακενόω
ἐγκατάκλεισις
ἐγκατάκλειστος
ἐγκατακλείω
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλώθω
ἐγκατακνακομιγής
ἐγκατακοιμάομαι
ἐγκατακρούω
View word page
ἐγκατακαίω
to burn in (not in LSJ)

ShortDef

to burn in (not in LSJ)

Debugging

Headword:
ἐγκατακαίω
Headword (normalized):
ἐγκατακαίω
Headword (normalized/stripped):
εγκατακαιω
IDX:
25642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25643
Key:

Data

{'content': 'to burn in (not in LSJ)'}