Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαταβιόω
ἐγκαταβρέχω
ἐγκαταβυσσόομαι
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκατάγομαι
ἐγκαταγράφω
ἐγκαταδαμάζω
ἐγκαταδαρθάνω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκαταθνῄσκω
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
ἐγκατακενόω
ἐγκατάκλεισις
ἐγκατάκλειστος
ἐγκατακλείω
ἐγκατακλίνω
ἐγκατακλώθω
ἐγκατακνακομιγής
View word page
ἐγκαταζεύγνυμι
to adapt to
ShortDef
to adapt to
Debugging
Headword:
ἐγκαταζεύγνυμι
Headword (normalized):
ἐγκαταζεύγνυμι
Headword (normalized/stripped):
εγκαταζευγνυμι
IDX:
25640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25641
Key:
Data
{'content': 'to adapt to'}