Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκάρπωσις
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκάς
ἔγκατα
ἐγκαταβαίνω
ἐγκαταβάλλω
ἐγκαταβιόω
ἐγκαταβρέχω
ἐγκαταβυσσόομαι
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκατάγομαι
ἐγκαταγράφω
ἐγκαταδαμάζω
ἐγκαταδαρθάνω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκαταθνῄσκω
ἐγκατακαίω
ἐγκατάκειμαι
View word page
ἐγκαταγηράσκω
to grow old in

ShortDef

to grow old in

Debugging

Headword:
ἐγκαταγηράσκω
Headword (normalized):
ἐγκαταγηράσκω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταγηρασκω
IDX:
25633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25634
Key:

Data

{'content': 'to grow old in'}