Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγκαρπος
ἐγκάρπωσις
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκάς
ἔγκατα
ἐγκαταβαίνω
ἐγκαταβάλλω
ἐγκαταβιόω
ἐγκαταβρέχω
ἐγκαταβυσσόομαι
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκατάγομαι
ἐγκαταγράφω
ἐγκαταδαμάζω
ἐγκαταδαρθάνω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκαταθνῄσκω
ἐγκατακαίω
View word page
ἐγκαταβυσσόομαι
penetrate deeply

ShortDef

penetrate deeply

Debugging

Headword:
ἐγκαταβυσσόομαι
Headword (normalized):
ἐγκαταβυσσόομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκαταβυσσοομαι
IDX:
25632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25633
Key:

Data

{'content': 'penetrate deeply'}