Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκάρπιος
ἔγκαρπος
ἐγκάρπωσις
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκάς
ἔγκατα
ἐγκαταβαίνω
ἐγκαταβάλλω
ἐγκαταβιόω
ἐγκαταβρέχω
ἐγκαταβυσσόομαι
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκατάγομαι
ἐγκαταγράφω
ἐγκαταδαμάζω
ἐγκαταδαρθάνω
ἐγκαταδέω
ἐγκαταδύνω
ἐγκαταζεύγνυμι
ἐγκαταθνῄσκω
View word page
ἐγκαταβρέχω
wet

ShortDef

wet

Debugging

Headword:
ἐγκαταβρέχω
Headword (normalized):
ἐγκαταβρέχω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταβρεχω
IDX:
25631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25632
Key:

Data

{'content': 'wet'}