Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκάπτω
ἐγκάρδιος
ἔγκαρος
ἐγκάρπιος
ἔγκαρπος
ἐγκάρπωσις
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκάς
ἔγκατα
ἐγκαταβαίνω
ἐγκαταβάλλω
ἐγκαταβιόω
ἐγκαταβρέχω
ἐγκαταβυσσόομαι
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκατάγομαι
ἐγκαταγράφω
ἐγκαταδαμάζω
ἐγκαταδαρθάνω
ἐγκαταδέω
View word page
ἐγκαταβαίνω
go down into, put oneself in

ShortDef

go down into, put oneself in

Debugging

Headword:
ἐγκαταβαίνω
Headword (normalized):
ἐγκαταβαίνω
Headword (normalized/stripped):
εγκαταβαινω
IDX:
25628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25629
Key:

Data

{'content': 'go down into, put oneself in'}