Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαπῆ
ἐγκάπτω
ἐγκάρδιος
ἔγκαρος
ἐγκάρπιος
ἔγκαρπος
ἐγκάρπωσις
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκάς
ἔγκατα
ἐγκαταβαίνω
ἐγκαταβάλλω
ἐγκαταβιόω
ἐγκαταβρέχω
ἐγκαταβυσσόομαι
ἐγκαταγηράσκω
ἐγκατάγομαι
ἐγκαταγράφω
ἐγκαταδαμάζω
ἐγκαταδαρθάνω
View word page
ἔγκατα
the inwards, entrails, bowels

ShortDef

the inwards, entrails, bowels

Debugging

Headword:
ἔγκατα
Headword (normalized):
ἔγκατα
Headword (normalized/stripped):
εγκατα
IDX:
25627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25628
Key:

Data

{'content': 'the inwards, entrails, bowels'}