Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάνθιος
ἐγκανθίς
ἐγκαπῆ
ἐγκάπτω
ἐγκάρδιος
ἔγκαρος
ἐγκάρπιος
ἔγκαρπος
ἐγκάρπωσις
ἐγκάρσιος
ἐγκαρτερέω
ἐγκάς
ἔγκατα
ἐγκαταβαίνω
ἐγκαταβάλλω
ἐγκαταβιόω
ἐγκαταβρέχω
ἐγκαταβυσσόομαι
ἐγκαταγηράσκω
View word page
ἐγκάρπωσις
being in seed

ShortDef

being in seed

Debugging

Headword:
ἐγκάρπωσις
Headword (normalized):
ἐγκάρπωσις
Headword (normalized/stripped):
εγκαρπωσις
IDX:
25623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25624
Key:

Data

{'content': 'being in seed'}