Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλοσκελής
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλυπτέος
ἐγκαλυπτήρια
ἐγκαλύπτω
ἐγκάλυψις
ἐγκάμνω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάνθιος
ἐγκανθίς
ἐγκαπῆ
ἐγκάπτω
ἐγκάρδιος
ἔγκαρος
ἐγκάρπιος
ἔγκαρπος
ἐγκάρπωσις
ἐγκάρσιος
View word page
ἐγκαναχάομαι
to make a sound

ShortDef

to make a sound

Debugging

Headword:
ἐγκαναχάομαι
Headword (normalized):
ἐγκαναχάομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκαναχαομαι
IDX:
25614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25615
Key:

Data

{'content': 'to make a sound'}