Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλοσκελής
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλυπτέος
ἐγκαλυπτήρια
ἐγκαλύπτω
ἐγκάλυψις
ἐγκάμνω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάνθιος
ἐγκανθίς
ἐγκαπῆ
ἐγκάπτω
ἐγκάρδιος
ἔγκαρος
ἐγκάρπιος
ἔγκαρπος
ἐγκάρπωσις
View word page
ἐγκανάσσω
to pour in
ShortDef
to pour in
Debugging
Headword:
ἐγκανάσσω
Headword (normalized):
ἐγκανάσσω
Headword (normalized/stripped):
εγκανασσω
IDX:
25613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25614
Key:
Data
{'content': 'to pour in'}