Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαλινδέομαι
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλοσκελής
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλυπτέος
ἐγκαλυπτήρια
ἐγκαλύπτω
ἐγκάλυψις
ἐγκάμνω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάνθιος
ἐγκανθίς
ἐγκαπῆ
ἐγκάπτω
ἐγκάρδιος
ἔγκαρος
ἐγκάρπιος
ἔγκαρπος
View word page
ἐγκάμπτω
to bend in, bend
ShortDef
to bend in, bend
Debugging
Headword:
ἐγκάμπτω
Headword (normalized):
ἐγκάμπτω
Headword (normalized/stripped):
εγκαμπτω
IDX:
25612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25613
Key:
Data
{'content': 'to bend in, bend'}