Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαλέω
ἐγκαλινδέομαι
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλοσκελής
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλυπτέος
ἐγκαλυπτήρια
ἐγκαλύπτω
ἐγκάλυψις
ἐγκάμνω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάνθιος
ἐγκανθίς
ἐγκαπῆ
ἐγκάπτω
ἐγκάρδιος
ἔγκαρος
ἐγκάρπιος
View word page
ἐγκάμνω
grow weary
ShortDef
grow weary
Debugging
Headword:
ἐγκάμνω
Headword (normalized):
ἐγκάμνω
Headword (normalized/stripped):
εγκαμνω
IDX:
25611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25612
Key:
Data
{'content': 'grow weary'}