Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλινδέομαι
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλοσκελής
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλυπτέος
ἐγκαλυπτήρια
ἐγκαλύπτω
ἐγκάλυψις
ἐγκάμνω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
ἐγκάνθιος
ἐγκανθίς
ἐγκαπῆ
ἐγκάπτω
ἐγκάρδιος
View word page
ἐγκαλύπτω
to veil in
ShortDef
to veil in
Debugging
Headword:
ἐγκαλύπτω
Headword (normalized):
ἐγκαλύπτω
Headword (normalized/stripped):
εγκαλυπτω
IDX:
25609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25610
Key:
Data
{'content': 'to veil in'}