Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίνισις
ἐγκαιρία
ἔγκαιρος
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλινδέομαι
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλοσκελής
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλυπτέος
ἐγκαλυπτήρια
ἐγκαλύπτω
ἐγκάλυψις
ἐγκάμνω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
ἐγκαναχάομαι
View word page
ἐγκαλλώπισμα
an ornament, decoration

ShortDef

an ornament, decoration

Debugging

Headword:
ἐγκαλλώπισμα
Headword (normalized):
ἐγκαλλώπισμα
Headword (normalized/stripped):
εγκαλλωπισμα
IDX:
25604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25605
Key:

Data

{'content': 'an ornament, decoration'}