Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαθυβρίζω
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίνισις
ἐγκαιρία
ἔγκαιρος
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλινδέομαι
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλοσκελής
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλυπτέος
ἐγκαλυπτήρια
ἐγκαλύπτω
ἐγκάλυψις
ἐγκάμνω
ἐγκάμπτω
ἐγκανάσσω
View word page
ἐγκαλλωπίζομαι
to take pride

ShortDef

to take pride

Debugging

Headword:
ἐγκαλλωπίζομαι
Headword (normalized):
ἐγκαλλωπίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκαλλωπιζομαι
IDX:
25603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25604
Key:

Data

{'content': 'to take pride'}