Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθόρμισις
ἐγκαθυβρίζω
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίνισις
ἐγκαιρία
ἔγκαιρος
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλινδέομαι
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλοσκελής
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλυπτέος
ἐγκαλυπτήρια
ἐγκαλύπτω
ἐγκάλυψις
View word page
ἐγκακέω
to lose heart, grow weary
ShortDef
to lose heart, grow weary
Debugging
Headword:
ἐγκακέω
Headword (normalized):
ἐγκακέω
Headword (normalized/stripped):
εγκακεω
IDX:
25600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25601
Key:
Data
{'content': 'to lose heart, grow weary'}