Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαλματοποιικός
ἀγαλματοποιός
ἀγαλματοφορέω
ἀγαλματοφόρος
ἀγαλματοφώρας
ἀγαλματόω
ἀγαλματώδης
ἀγαλμοτυπεύς
ἀγάλοχον
ἄγαλσις
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμεμνόνιος
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
Ἀγαμήδη
ἀγαμία
ἀγαμίου
ἄγαμος
ἄγαν
View word page
ἄγαμαι
to wonder, be astonished

ShortDef

to wonder, be astonished

Debugging

Headword:
ἄγαμαι
Headword (normalized):
ἄγαμαι
Headword (normalized/stripped):
αγαμαι
IDX:
255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-256
Key:

Data

{'content': 'to wonder, be astonished'}